- ενυπόγραφος
- -η, -οεπίρρ. -α που έχει υπογραφή (για έγγραφα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενυπόγραφος — η, ο (Μ ἐνυπόγραφος, ον) (για έγγραφο) ο υπογεγραμμένος, αυτός που φέρει υπογραφή. επίρρ... ενυπογράφως, α με υπογραφή … Dictionary of Greek
ἐνυπογράφως — ἐνυπόγραφος executed and signed adverbial ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόγραφον — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem acc sg ἐνυπόγραφος executed and signed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπογράφου — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπογράφῳ — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόγραφα — ἐνυπόγραφος executed and signed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek